Ο διαβήτης είναι ένα σύνολο μεταβολικών διαταραχών που οφείλονται κυρίως σε δυσλειτουργία της ινσουλίνης και απότομες αυξομειώσεις της γλυκόζης. Η ινσουλίνη είναι η ορμόνη που λειτουργεί σαν κλειδί και επιτρέπει την είσοδο της γλυκόζης (ζάχαρο) στα κύτταρα.
Υπάρχουν 3 κατηγορίες:
- Διαβήτης τύπου 1
- Διαβήτης τύπου 2
- Διαβήτης κύησης
Ο διαβήτης τύπου 1, αποκαλούμενος νεανικός ή ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης, εμφανίζεται κατά κύριο λόγο σε παιδιά ή νεαρούς ενήλικες και αντιμετωπίζεται με τη χορήγηση ενέσιμης ινσουλίνης και διατροφής. Τα αίτια που μπορεί να τον προκαλέσουν δεν έχουν πλήρως απαντηθεί, η κληρονομικότητα, το περιβάλλον και ίσως κάποιος ιός πυροδοτούν λανθασμένα το ανοσοποιητικό σύστημα, το οποίο επιτίθεται στο πάγκρεας και καταστρέφει τα βήτα-κύτταρα, σε σημείο που αυτά δεν μπορούν πλέον να παράγουν αρκετή ινσουλίνη.
Ο διαβήτης τύπου 2 εμφανίζεται συνήθως σε άτομα ηλικίας άνω των 40 ετών. Η θεραπεία πρώτης γραμμής συστήνει σωστή διατροφή, έλεγχο του βάρους και σωματική άσκηση. Σε περίπτωση που η ποσότητα γλυκόζης στο αίμα εξακολουθεί να παραμένει σε υψηλά επίπεδα, παρά την εφαρμογή των προαναφερθέντων, συνίσταται η λήψη φαρμάκων προκειμένου να μειωθεί. Περαιτέρω θεραπείες αποτελούν οι ενέσεις ινσουλίνης, η μείωση της αρτηριακής πίεσης, αν εμφανίζεται υψηλή, η μείωση των υψηλών επιπέδων χοληστερόλης, καθώς και άλλα μέτρα για τη μείωση του κινδύνου επιπλοκών.
Ο διαβήτης της κύησης είναι μια μορφή διαβήτη που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, συνήθως στο δεύτερο τρίμηνο. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ο πλακούντας παράγει ορμόνες που βοηθούν το έμβρυο να μεγαλώσει. Οι ορμόνες αυτές κάνουν πιο δύσκολη τη δράση της ινσουλίνης στο σώμα με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα επίπεδα της γλυκόζης (του σακχάρου) στο αίμα. Αντιμετωπίζεται με διατροφή και άσκηση και αν παρόλα αυτά δεν σταθεροποιηθούν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, ακολουθεί φαρμακευτική αγωγή ή χορήγηση ινσουλίνης.
Πολλοί έχουν συνδέσει την εμφάνιση και την κακή πορεία της νόσου του διαβήτη με τη κατανάλωση γλυκών και αυτό γιατί μια από τις κύριες αιτίες εμφάνισης του κυρίως για το διαβήτη τύπου 2 είναι το υπερβολικό βάρος. Όταν είμαστε υπέρβαροι, το σώμα μας έχει περισσότερους λιπώδεις ιστούς που κάνουν τα κύτταρα πιο ανθεκτικά στην ινσουλίνη. Εξού και η συσχέτιση με τη κατανάλωση των γλυκών, καθώς η συχνή και αυξημένη κατανάλωση τους οδηγεί σε αύξηση βάρους καθώς επίσης είναι και τρόφιμα υψηλού γλυκαιμικού φορτίου που αυξάνουν με τη κατανάλωση τους τη γλυκόζη στο αίμα.
Άλλοι παράγοντες εμφάνισης του είναι:
- Η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας. Το να ασκούμαστε μπορεί να βελτιώσει γενικότερα την υγείας μας και συγκεκριμένα στη περίπτωση του διαβήτη, μας βοηθάει να ελέγξουμε πιο εύκολα το βάρος μας. Η αυξημένη σωματική δραστηριότητα οδηγεί το σώμα μας στο να χρησιμοποιεί γλυκόζη ως ενέργεια που κάνει τα κύτταρα μας πιο ευαίσθητα στην ινσουλίνη.
- Η κληρονομικότητα, εάν γονέας ή αδελφός σας έχει διαβήτη, τότε έχετε περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσετε και εσείς την ασθένεια.
- Η ηλικία είναι ένας από τους μη τροποποιήσιμους παράγοντες που δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Καθώς μεγαλώνουμε, μαζί με εμάς μεγαλώνει και ο κίνδυνος εμφάνισης της νόσου.
- Η υψηλή πίεση του αίματος πάνω από 140/90 mm Hg μπορεί επίσης να προκαλέσει την εμφάνιση του διαβήτη. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι με τους οποίους μπορείτε να προσπαθήσετε να ελέγξετε την αρτηριακή σας πίεση, αλλά το βασικό είναι να τη ρυθμίσετε.
- Το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, χαρακτηρίζεται ως μια κατάσταση στην οποία υπάρχουν πολλές κύστες στις ωοθήκες του γυναικείου σώματος. Αλλάζει τα ορμονικά επίπεδα μέσα στο σώμα της γυναίκας. Οι γυναίκες με πολυκυστικές ωοθήκες έχουν περισσότερες πιθανότητες ανάπτυξης διαβήτη σε σχέση με αυτές που δεν έχουν το αντίστοιχο σύνδρομο.
Γενικές συστάσεις για τη πρόληψη και την αντιμετώπιση του Διαβήτη είναι:
- Να διατηρούμε μια υγιεινή και ισορροπημένη διατροφή.
- Να ασκούμαστε τακτικά για τουλάχιστον τριάντα λεπτά την ημέρα.
- Εάν είμαστε υπέρβαροι ή παχύσαρκοι, να προσπαθήσουμε να αποκτήσουμε ένα πιο υγειές- φυσιολογικό βάρος σύμφωνα με τα δικά μας δεδομένα.
- Να καταναλώνουμε αρκετό νερό.
- Να διατηρούμε την πίεση του αίματος σε φυσιολογικές τιμές.
Αν έχουμε πρόωρα συμπτώματα και μπορέσουμε να τα καταλάβουμε εγκαίρως, καλό είναι να προβούμε αμέσως στα βήματα πρόληψης:
- Κόβουμε την πρόσθετη πρόσληψη ζάχαρης.
- Προσπαθούμε να μειώσουμε τη κατανάλωση τροποποιημένων ειδών διατροφής.
- Να αποφύγουμε ανθρακούχα ποτά και τεχνητούς χυμούς.
- Να καταναλώνουμε περισσότερες φυτικές ίνες.
Ας δούμε όμως λίγο πιο αναλυτικά τι εννοούμε όταν αναφερόμαστε σε μια πιο υγιεινή διατροφή όσο αφορά το διαβήτη, τελικά τι γίνεται με τα γλυκά που τόσο πολύ αρέσουν στους περισσότερους από μας και αν υπάρχουν περιορισμοί σε κάποια τρόφιμα, ποιοι είναι αυτοί.
Ας ξεκινήσουμε με το γεγονός ότι δεν υπάρχει κανένα επιστημονικό δεδομένο που να απαγορεύει την κατανάλωση φυσικών & πρόσθετων σακχάρων σε άτομα με διαβήτη. Η ένταξη τους στο καθημερινό διαιτολόγιο προϋποθέτει, όμως, τόσο την εφαρμογή του κανόνα του «μέτρου» όσο και τη σωστή κατανομή των σακχάρων στα διάφορα γεύματα της ημέρας. Για να μην οδηγούνται τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη σε φαινόμενα ‘στέρησης’ και να έχουν τη δυνατότητα να απολαμβάνουν καθημερινά τη γλυκιά γεύση στη ζωή τους θα πρέπει να μάθουν να κάνουν τις σωστές επιλογές.
Ο γλυκαιμικός δείκτης ενός τροφίμου για ένα άτομο με σακχαρώδη διαβήτη είναι το Α και το Ω στη διατροφή του. Με βάση αυτό το δείκτη χωρίζουμε τα τρόφιμα σε κατηγορίες ανάλογα την αντίδραση που προκαλούν στην ινσουλίνη, τη γλυκόζη και τις αυξομειώσεις αυτών των δυο.
Στα τρόφιμα με μέτριο ή υψηλό Γλυκαιμικό Δείκτη (ΓΔ), είναι αυξημένη η περιεκτικότητα σε απλά σάκχαρα, γεγονός που οδηγεί σε απότομες αυξομειώσεις της γλυκόζης και της ινσουλίνης, κάτι που πρέπει να αποφεύγουν όσοι έχουν αυξημένα τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα τους, όπως είναι για παράδειγμα οι διαβητικοί. Αντίθετα, όσο χαμηλότερο Γλυκαιμικό Δείκτη παρουσιάζει ένα τρόφιμο, τόσο καλύτερα απορροφάται προκαλώντας μία πιο ήπια έκκριση της ινσουλίνης, άρα και μικρές αυξομειώσεις της γλυκόζης. Επιπλέον, η κατανάλωση τροφίμων με χαμηλό Γλυκαιμικό Δείκτη αυξάνει το κορεσμό, μας κρατάει περισσότερη ώρα χορτάτους και καθυστερεί την εμφάνιση της πείνας σε σχέση με την κατανάλωση τροφίμων με υψηλό Γλυκαιμικό Δείκτη. Αυτό οφείλεται κυρίως στην υψηλή περιεκτικότητα τους σε φυτικές ίνες ή/και πρωτεΐνες των τροφίμων με χαμηλό Γλυκαιμικό Δείκτη. Οι φυτικές ίνες διευκολύνουν αφενός την ομαλή λειτουργία του γαστρεντερικού συστήματος και αφ΄ ετέρου συμβάλλουν στην αποτελεσματική ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα. Συγκεκριμένα, Οι φυτικές ίνες έχουν την ιδιότητα να καθυστερούν την πέψη και την απορρόφηση των υδατανθράκων, περιορίζοντας έτσι την αύξηση των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα μετά το γεύμα (μεταγευματική γλυκαιμική αντίδραση) και την απόκριση της ινσουλίνης. Έτσι, η κατανάλωση τροφίμων με φυτικές ίνες μπορεί να βοηθήσει τα άτομα με διαβήτη να ρυθμίσουν καλύτερα τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα τους. Συνοψίζοντας το διαιτολόγιο ενός διαβητικού ατόμου δεν διαφέρει και πάρα πολύ από το διαιτολόγιο ενός υγιούς ατόμου γιατί και στις δυο περιπτώσεις με την επιλογή σωστού συνδυασμού τροφίμων μπορούμε να τα καταναλώσουμε όλα με μέτρο, ακόμα και τα γλύκα. Θέλουμε τα γεύματα μας να μας δημιουργούν το αίσθημα του κορεσμού, άρα να περιέχουν συνδυασμό πρωτεΐνης, υδατάνθρακα και λίπους και αρκετών φυτικών ινών. Κάτι το οποίο μας βοηθάει να κρατάμε σταθερά τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα μας. Άρα το μόνο που έχουμε να κάνουμε εάν αντιμετωπίζουμε μια κατάσταση αυξημένων τιμών σακχάρου στο αίμα μας, είναι εκτός από τη καθοδήγηση του γιατρού μας, να απευθυνόμαστε σε διαιτολόγο – διατροφολόγος που μπορεί με τη βοήθεια του να μας μάθει να κάνουμε σωστούς συνδυασμούς τροφίμων χωρίς στερήσεις και υπερβολές. Μαθαίνοντας να τρώμε σωστά, γευστικά και υγιεινά.